θνησκόγεννο

θνησκόγεννο
το (Μ θνησκόγεννος, -ον) το βρέφος που πεθαίνει κατά τη γέννηση, θνησιγενές, νεκρογέννητο
μσν.
νεκρογέννητος, θνησιγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνῄσκω + γέννα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”